γεμιστήρας

γεμιστήρας
ο
1. θήκη για σφαίρες που τοποθετείται στα επαναληπτικά όπλα.
2. μεταλλικό όργανο που χρησιμεύει για να τοποθετούνται τα βλήματα στα πυροβόλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεμιστήρας — και γεμιστής, ο εργαλείο με το οποίο διευκολύνεται η ταχεία γέμιση τών όπλων για επαναληπτική βολή και ταχυβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. γεμιστήρ μαρτυρείται στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • γέμιστρο(ν) — το στρατ. ο γεμιστήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. στον πληθ. γέμιστρα μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • γεμιστής — ο [γεμίζω] 1. αυτός που γεμίζει κάτι 2. ο γεμιστήρας* 3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα …   Dictionary of Greek

  • οκτάσφαιρος — και οχτάσφαιρος, η, ο (Α ὀκτάσφαιρος, ον) αυτός που αποτελείται από οκτώ σφαίρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάσφαιρο και οχτάσφαιρο είδος φορητού όπλου τού οποίου ο γεμιστήρας δέχεται οκτώ σφαίρες αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἠ… …   Dictionary of Greek

  • πεντάσφαιρος — η, ο / πεντάσφαιρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντάσφαιρο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, τού οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”